-
1 γυναικώδης
γῠναικ-ώδης, ες,A woman-like, womanish,τὸ ἀγεννὲς καὶ γ. Plb.2.56.9
, cf. D.S.2.24, Ph.1.366;ἄνανδρα καὶ γ. πάθη Plu.Sol.21
:- ῶδες φθέγγεσθαι Luc.Nigr.11
. Adv. - δῶς Sch.Ar.Th. 575.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυναικώδης
-
2 θορυβώδης
θορῠβ-ώδης, ες,A uproarious, turbulent, Pl.Lg. 671a; clamorous,- ῶδες φθέγγεσθαι Arist. HA 632b18
;θορυβώδεα ἐνυπνιάζεσθαι Hp.VM10
. Adv.- δῶς Poll. 5.123
, Iamb.Myst.3.25 (prob.): [comp] Comp.-έστερον, διατίθενται Plu.2.656f
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θορυβώδης
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский